ἐπιτάσει

ἐπιτάσει
ἐπίτασις
stretching
fem nom/voc/acc dual (attic epic)
ἐπιτάσεϊ , ἐπίτασις
stretching
fem dat sg (epic)
ἐπίτασις
stretching
fem dat sg (attic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • επίταση — η (AM ἐπίτασις) [επιτείνω] ενδυνάμωση, ένταση, αύξηση («επίταση τής οικονομικής δυσπραγίας») μσν. νεοελλ. επιδείνωση μσν. έντονη και διαρκής προσπάθεια, επιμονή αρχ. 1. τάση, τέντωμα («ἐν τῇ ἐπιτάσει καὶ ἀνέσει τῶν χορδῶν», Πλάτ.) 2. (για… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”